τερατολόγῳ

τερατολόγῳ
τερατόλογος
marvel-monger
masc dat sg
τερατολόγος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τερατολογώ — τερατολογῶ, έω, ΝΑ [τερατολόγος] νεοελλ. λέω τερατολογίες αρχ. 1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.) 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • τερατολογώ — λέω τερατολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστερατεύομαι — MA τερατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τερατεύομαι «τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • συντερατεύομαι — Μ τερατολογώ από κοινού, διηγούμαι τερατώδη πράγματα μαζί με άλλους («Ἀρριανὸς... φησὶν ὅτι Δῆλος ἡ πάλαι πλωτὴ οὖσα... καὶ ἄλλοι συντερατευόμενοι αὐτῷ φασι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ»… …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • επιτερατεύομαι — ἐπιτερατεύομαι (Α) τερατολογώ, παρεμβάλλω τερατολογίες στη διήγησή μου …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιτερατεύομαι — Α αποδίδω επιπρόσθετες θαυμαστές ιδιότητες, διηγούμαι σημεία και τέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτερατεύομαι «τερατολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • προτερατεύομαι — Α περιγράφω εκ τών προτέρων κακό οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • τερατεύομαι — ΜΑ [τέρας, ατος] διηγούμαι θαυμαστά και αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”